γυροβολιά

γυροβολιά
η
1. περιστροφή, γύρος.
2. περιστροφή στο χορό: Ήρθα στο κέφι και σηκώθηκα να κάνω μια γυροβολιά.
3. (στην πάλη), περιστροφικό τίναγμα του αντιπάλου: Τον έριξε στο χώμα με δυο γυροβολιές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυροβολιά — η [γυροβολώ] 1. πορεία με περιστροφές 2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο 3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού 4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών 5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”