- γυροβολιά
- η1. περιστροφή, γύρος.2. περιστροφή στο χορό: Ήρθα στο κέφι και σηκώθηκα να κάνω μια γυροβολιά.3. (στην πάλη), περιστροφικό τίναγμα του αντιπάλου: Τον έριξε στο χώμα με δυο γυροβολιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.